- αλογότριχα
- ηη τρίχα του αλόγου, κυρίως της χαίτης και της ουράς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλογότριχα — η 1. τρίχα αλόγου και ιδιαίτερα τής ουράς ή τής χαίτης του 2. νήμα από τρίχες αλόγου, στην άκρη τού οποίου προσδένεται το αγκίστρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + τρίχα] … Dictionary of Greek
κρινολίνο — Γυναικείο εσώρουχο ραμμένο από ύφασμα, το οποίο είχε κατασκευαστεί από αλογότριχα (γαλλ. crin = αλογότριχα, απ’ όπου προέκυψε και η ονομασία κ.). Το φορούσαν κάτω από το φόρεμα, για να του προσδίδει φουσκωτή όψη, σε σχήμα καμπάνας. Τα κ.… … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
Δαμοκλής — (4ος αι. π.Χ.). Αυλικός του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου του Νεότερου. Εγκωμίαζε τόσο πολύ τη δύναμη και την ευτυχία του κυρίου του, ώστε εκείνος –σύμφωνα με το περίφημο ανέκδοτο– οργισμένος από τις κολακείες του, τον έβαλε να καθίσει κατά… … Dictionary of Greek